- τσάταλο
- και τσατάλι, το, Ν1. χοντρό διχαλωτό ραβδί2. συνεκδ. ραβδισμός, ξυλοκόπημα3. φρ. «τρώω τσάταλο»i) δέχομαι επιπλήξειςii) ξυλοκοπούμαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. catal].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τσατάλι — τσατάλι, το και τσάταλο, το (λ. τουρκ.) 1. διχαλωτό ξύλο: Η σαΐτα χρειάζεται τσατάλι. 2. ραβδισμός, μαστίγωση, ξυλοκόπημα: Έφαγε τσάταλο γι αυτά που έκανε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)